- ἔκλαμπρος
- ἔκλαμπροςvery brightmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
ἔκλαμπρον — ἔκλαμπρος very bright masc/fem acc sg ἔκλαμπρος very bright neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλαμπροτάτην — ἔκλαμπρος very bright fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλαμπρότατε — ἔκλαμπρος very bright masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλαμπρότατοι — ἔκλαμπρος very bright masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλαμπρότεροι — ἔκλαμπρος very bright masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλάμπρου — ἔκλαμπρος very bright masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκλαμπρα — ἔκλαμπρος very bright neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκλαμπροι — ἔκλαμπρος very bright masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγλαμπρος — η, ο (συνήθως για τον ήλιο και τη σελήνη) λαμπρός, ωραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. επίθ. ἔκλαμπρος < ἐκ + λαμπρός] … Dictionary of Greek